- κεντρωτός
- -ή, -ό (Α κεντρωτός, -ή, -όν)[κεντρώ] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μεμβρανιδώναρχ.αυτός που έχει κεντρί ή αιχμή, που είναι οπλισμένος με κεντρί, ο κεντροφόρος2. (για παπούτσια και σανίδες) αυτός που έχει καρφιά στο κάτω μέρος3. ονομασία βολής, ρίψης στο παιχνίδι τών κύβων.
Dictionary of Greek. 2013.